Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σκλαβώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκλαβώνω
  2. θα σκλαβώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκλαβώνω