Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκλαβώνω < σκλάβος

  Ρήμα επεξεργασία

σκλαβώνω

  1. κάνω κάποιον σκλάβο, δούλο, τον υποδουλώνω
  2. υποχρεώνω τους άλλους με την ευγενική μου συμπεριφορά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία