σκλαβώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σκλαβώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκλαβώνω
- θα σκλαβώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκλαβώνω
σκλαβώσουν