σκηνοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκηνοποιός < ελληνιστική κοινή σκηνοποιός < αρχαία ελληνική σκηνή + ποιέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκηνοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που φτιάχνει / κατασκευάζει σκηνές
Συγγενικά επεξεργασία
- σκηνοποιία
- → δείτε τις λέξεις σκηνή και ποιώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκηνοποιός