σκευοφύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκευοφύλακας < ελληνιστική κοινή σκευοφύλαξ < αρχαία ελληνική σκεῦος + φύλαξ (< φυλάσσω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκευοφύλακας αρσενικό
- (θρησκεία) μοναχός, κληρικός ή λαϊκός υπεύθυνος για την φύλαξη εκκλησιαστικών σκευών, ιδίως αυτών που έχουν μουσειακή ή άλλη αξία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- σκευοφυλάκιο
- → δείτε τις λέξεις σκεύος και φυλάγω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκευοφύλακας