Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκελετολογία οι σκελετολογίες
      γενική της σκελετολογίας των σκελετολογιών
    αιτιατική τη σκελετολογία τις σκελετολογίες
     κλητική σκελετολογία σκελετολογίες
Συνήθως στο ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκελετολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική skeletology < αρχαία ελληνική σκελετός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sce.le.to.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκε‐λε‐το‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκελετολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)