Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατόμυγα οι σκατόμυγες
      γενική της σκατόμυγας των σκατομυγών
    αιτιατική τη σκατόμυγα τις σκατόμυγες
     κλητική σκατόμυγα σκατόμυγες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατόμυγα < σκατό + μύγα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκατόμυγα θηλυκό

  1. η μύγα που τρέφεται με περιττώματα
  2. (σε ένδειξη ενόχλησης - αποστροφής) οποιαδήποτε μύγα

  Μεταφράσεις επεξεργασία