σκατόμυγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκατόμυγα θηλυκό
- η μύγα που τρέφεται με περιττώματα
- (σε ένδειξη ενόχλησης - αποστροφής) οποιαδήποτε μύγα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκατόμυγα
|
σκατόμυγα θηλυκό
|