Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκατό τα σκατά
      γενική του σκατού των σκατών
    αιτιατική το σκατό τα σκατά
     κλητική σκατό σκατά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατό < μεσαιωνική ελληνική σκατόν < αρχαία ελληνική σκῶρ (γενική: του σκατός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skaˈto/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκατό ουδέτερο

  1. κοινή ονομασία του περιττώματος, του αποπατήματος ανθρώπου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη περίττωμα
  2. κοινή ονομασία του περιττώματος, του αποπατήματος ζώου
     συνώνυμα: βουρβουλιά, καβαλίνα, κατσίπορδο, κοπριά, κουράδι, κουτσουλιά, μυγόχεσμα, ποντικοκούραδο, σβουνιά, ψυλλόχεσμα
  3. (μεταφορικά) ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει άτομα νεαρής ηλικίας
    αυτό το παιδί είναι μια σταλιά σκατό και αντιμιλάει στους μεγάλους

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία