Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαραμάγγι τα σκαραμάγγια
      γενική του σκαραμαγγίου των σκαραμαγγίων
    αιτιατική το σκαραμάγγι τα σκαραμάγγια
     κλητική σκαραμάγγι σκαραμάγγια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαραμάγγι < μεσαιωνική ελληνική σκαράμαγγον ή σκαραμάγγιν[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ska.ɾaˈmaŋ.ɡi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐ρα‐μάγ‐γι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαραμάγγι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .