σκαπουλάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαπουλάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική scapolare < μεσαιωνική λατινική scapulare < λατινική scapula
Ρήμα επεξεργασία
σκαπουλάρω
- (λαϊκότροπο) γλιτώνω, ξεφεύγω (κάποιον κίνδυνο)
Συγγενικά επεξεργασία
- σκαπουλάρισμα
- → δείτε τη λέξη καπούλι
Εκφράσεις επεξεργασία
- την σκαπουλάρω: (λαϊκότροπο) ξεφεύγω / δραπετεύω από δύσκολη / δυσάρεστη κατάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαπουλάρω