Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκίμπους οι σκίμποδες
      γενική του σκίμποδος των σκιμπόδων
    αιτιατική τον σκίμποδα τους σκίμποδες
     κλητική σκίμπους σκίμποδες
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκίμπους < αρχαία ελληνική σκίμπους

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκίμπους αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκίμπους οἱ σκίμποδες
      γενική τοῦ σκίμποδος τῶν σκιμπόδων
      δοτική τῷ σκίμποδ τοῖς σκίμποσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σκίμποδ τοὺς σκίμποδᾰς
     κλητική ! σκίμπους σκίμποδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκίμποδε
γεν-δοτ τοῖν  σκιμπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκίμπους < σκίμπτομαι + πούς (ή < σκιμβός + πούς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκίμπους αρσενικό

  1. (έπιπλο) είδος κρεβατιού, ψάθα, κλίνη
    ※  2ος αιώνας κε Φρύνιχος ο Αράβιος, Ἐκλογὴ ἀττικῶν ῥημάτων καὶ ὀνομάτων, 41
    Σκίμπους λέγε, ἀλλὰ μὴ κράββατος· μιαρὸν γάρ.
  2. είδος φορείου για τη μεταφορά αναπήρων ή γενικότερα ασθενών

  Πηγές επεξεργασία