σιφνέικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιφνέικος < σιφναίικος < Σιφναίος + -ικος < Σίφνος < αρχαία ελληνική Σίφνος
Επίθετο επεξεργασία
σιφνέικος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Σίφνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιφνέικος
|