Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιτζίμι τα σιτζίμια
      γενική του σιτζιμιού των σιτζιμιών
    αιτιατική το σιτζίμι τα σιτζίμια
     κλητική σιτζίμι σιτζίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιτζίμι < τουρκική sicim

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈd͡zi.mi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιτζίμι ουδέτερο

  1. λεπτό, γερό σκοινί ή γερός σπάγκος
    Ήσπασ' η γαδούρα το σιτζίμι κι ήφαε το ψωμί του. (Ν.Ε. Μηλιώρης, Μικρασιατικά Χρονικά Ζ, 1957, σελ. 430, αρ. 170)
     συνώνυμα: σκοινί, σπάγγος, τριχιά
  2. (μεταφορικά) πυκνή βροχή
    Η βροχή έπεφτε σιτζίμι. (Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963)
     συνώνυμα: καρεκλοπόδαρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία