Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σιτάρκης το σίταρκες
      γενική του/της σιτάρκους* του σιτάρκους
    αιτιατική τον/τη σιτάρκη το σίταρκες
     κλητική σιτάρκη σίταρκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιτάρκεις τα σιτάρκη
      γενική των σιτάρκων των σιτάρκων
    αιτιατική τους/τις σιτάρκεις τα σιτάρκη
     κλητική σιτάρκεις σιτάρκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιτάρκης < (σίτος) σιτ- + αρκ(ώ + -ης

  Επίθετο επεξεργασία

σιτάρκης, -ης, σίταρκες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)