σιενίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιενίτης | οι | σιενίτες |
γενική | του | σιενίτη | των | σιενιτών |
αιτιατική | τον | σιενίτη | τους | σιενίτες |
κλητική | σιενίτη | σιενίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιενίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος πετρώματος (γρανίτη ή αστρίου)