Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγουρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σιγουρεύω

  Ρήμα επεξεργασία

σιγουρεύομαι, πρτ.: σιγουρευόμουν, στ.μέλλ.: θα σιγουρευτώ, αόρ.: σιγουρεύτηκα, μτχ.π.π.: σιγουρεμένος

  1. κάνω ό,τι χρειάζεται για να είμαι απολύτως βέβαιος σχετικά με κάτι
    ξαναγύρισε πίσω για να σιγουρευτεί ότι είχε κλειδώσει την εξώπορτα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία