Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σιαλοφόρος το σιαλοφόρο
      γενική του/της σιαλοφόρου του σιαλοφόρου
    αιτιατική τον/τη σιαλοφόρο το σιαλοφόρο
     κλητική σιαλοφόρε σιαλοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιαλοφόροι τα σιαλοφόρα
      γενική των σιαλοφόρων των σιαλοφόρων
    αιτιατική τους/τις σιαλοφόρους τα σιαλοφόρα
     κλητική σιαλοφόροι σιαλοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιαλοφόρος < σίαλ(ο) + -ο- + -φόρος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.a.loˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐α‐λο‐φό‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

σιαλοφόρος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)