Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

σηκώνω τους ώμους (el) και ανασηκώνω τους ώμους

  1. δεν γνωρίζω
  2. έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα και τα παρατ(α)ώ
  3. δεν μπορώ ή δεν θέλω να βοηθήσω
  4. αδιαφορώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία