↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερσερής οι σερσερήδες
      γενική του σερσερή των σερσερήδων
    αιτιατική τον σερσερή τους σερσερήδες
     κλητική σερσερή σερσερήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερσερής < τουρκική serseri (αλήτης)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερσερής αρσενικόγυναίκα: σερσερού)

  • Είναι σερσερής, ξενυχτάει, πίνει, δεν σέβεται κανένα, μιλάει άσχημα σε όλους, βρίζει με το παραμικρό, δεν δουλεύει, είναι αμόρφωτος


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία