Δείτε επίσης: Σερ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερ < αγγλική sir • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σερ αρσενικό άκλιτο

  1. χαμηλόβαθμος τίτλος ευγενείας της Βρετανικής Κοινοπολιτείας ιππότη ή βαρονέτου (γράφεται και με κεφαλαίο - Σερ)
    ※  Κόντρα ρόλος για έναν σερ του σινεμά (εφημ. Καθημερινή, 13/09/2021 [1])
  2. (προσφώνηση) ευγενική προσφώνηση λόγο σεβασμού ή ηλικίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία