Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελαγίζω < σέλας

  Ρήμα επεξεργασία

σελαγίζω

  1. ακτινοβολώ
  2. λάμπω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία