Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεκόγια οι σεκόγιες
      γενική της σεκόγιας
    αιτιατική τη σεκόγια τις σεκόγιες
     κλητική σεκόγια σεκόγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σεκόγια στο Εθνικό Πάρκο Redwood στην Καλιφόρνια

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεκόγια < (άμεσο δάνειο) νεολατινική sequoia < τσερόκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seˈko.ʝa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεκόγια θηλυκό

  • είδος κωνοφόρου δέντρου ιθαγενές στις δυτικές ακτές της Βόρειας Αμερικής, που περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα δέντρα στον κόσμο
    Ο Υπερίων, το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο, είναι μια σεκόγια με ύψος 115 μέτρων και διάμετρο 8 μέτρων.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία