σεζλόνγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεζλόνγκ < γαλλική chaise longue, «μακριά καρέκλα»
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεζλόνγκ θηλυκό άκλιτο
- κάθισμα με αρκετό μήκος ώστε να μπορεί κάποιος να αναπαύσει τα πόδια του
- (ειδικότερα) πάνινη ξαπλώστρα με ξύλινο ανακλινόμενο σκελετό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεζλόνγκ
→ δείτε τη λέξη ξαπλώστρα |