↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεβνταλού οι σεβνταλούδες
      γενική της σεβνταλούς των σεβνταλούδων
    αιτιατική τη σεβνταλού τις σεβνταλούδες
     κλητική σεβνταλού σεβνταλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεβνταλού < σεβνταλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sev.daˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεβ‐ντα‐λού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεβνταλού θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σεβνταλής