σεΐχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεΐχης | οι | σεΐχηδες |
γενική | του | σεΐχη | των | σεΐχηδων |
αιτιατική | τον | σεΐχη | τους | σεΐχηδες |
κλητική | σεΐχη | σεΐχηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεΐχης < (άμεσο δάνειο) τουρκική şeyh < αραβική شيخ (šaykh)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεΐχης αρσενικό
- Άραβας αρχηγός φυλής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σεΐχης στη Βικιπαίδεια