σβάρνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsvaɾ.ni.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σβάρνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σβαρνίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σβάρνα
σβάρνισμα ουδέτερο