σατινέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σατινέτα | οι | σατινέτες |
γενική | της | σατινέτας | — | |
αιτιατική | τη | σατινέτα | τις | σατινέτες |
κλητική | σατινέτα | σατινέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σατινέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική satinette < υποκοριστικό του satin (σατέν)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σατινέτα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σατέν