Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σατανιστής οι σατανιστές
      γενική του σατανιστή των σατανιστών
    αιτιατική τον σατανιστή τους σατανιστές
     κλητική σατανιστή σατανιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατανιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sataniste < satanisme < ελληνιστική κοινή Σατανᾶς + -iste (-ιστής [1]
(μαρτυρείται από το 1895)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σατανιστής αρσενικό (θηλυκό σατανίστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σατανάς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία