σαρσέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρσέλα | οι | σαρσέλες |
γενική | της | σαρσέλας | των | σαρσέλων |
αιτιατική | τη | σαρσέλα | τις | σαρσέλες |
κλητική | σαρσέλα | σαρσέλες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαρσέλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαρσέλα θηλυκό
- (πτηνό) είδος μικρής πάπιας της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας, η Anas querquedula, που διαχειμάζει στην Αφρική