Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρσέλα οι σαρσέλες
      γενική της σαρσέλας των σαρσέλων
    αιτιατική τη σαρσέλα τις σαρσέλες
     κλητική σαρσέλα σαρσέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρσέλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρσέλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία