Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρμανίτσα οι σαρμανίτσες
      γενική της σαρμανίτσας
    αιτιατική τη σαρμανίτσα τις σαρμανίτσες
     κλητική σαρμανίτσα σαρμανίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρμανίτσα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική sãrmãnitsã < ... < παλαιά αρμενική սերմն (sarmn)λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρμανίτσα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η (συνήθως) ξύλινη κούνια/κρεβατάκι για τα μωρά
    ※  Εμείς δεν ξέραμε ούτε μπάλες ούτε χαρταϊτούς ούτε σιδερόδρομους. Αυτά δε συνηθίζονταν εκεί, γιατί θέλουν παράδες κι εμείς δεν είχαμε. Ένα φτηνό βραγκανίδι [κουδουνίστρα] όλο όλο μάς έπαιρναν οι δικοί μας όταν ήμασταν μικρά, στη σαρμανίτσα, να μας το βροντάν αποπάνω και να μερώνουμε, να παύουμε το κλάμα. Αυτό το μοναδικό μας παιγνίδι φυλάγουνταν ύστερα για τ’ άλλα παι­διά που θα 'ρχονταν πίσω από μας. (Γιώργος Κοτζιούλας, Από μικρός στα γράμματα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία