Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαρκασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαρκασμέν
ος
η
σαρκασμέν
η
το
σαρκασμέν
ο
γενική
του
σαρκασμέν
ου
της
σαρκασμέν
ης
του
σαρκασμέν
ου
αιτιατική
τον
σαρκασμέν
ο
τη
σαρκασμέν
η
το
σαρκασμέν
ο
κλητική
σαρκασμέν
ε
σαρκασμέν
η
σαρκασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαρκασμέν
οι
οι
σαρκασμέν
ες
τα
σαρκασμέν
α
γενική
των
σαρκασμέν
ων
των
σαρκασμέν
ων
των
σαρκασμέν
ων
αιτιατική
τους
σαρκασμέν
ους
τις
σαρκασμέν
ες
τα
σαρκασμέν
α
κλητική
σαρκασμέν
οι
σαρκασμέν
ες
σαρκασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαρκασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σαρκάζω
Μετοχή
επεξεργασία
σαρκασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σαρκάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαρκασμένος