Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαντζάκι τα σαντζάκια
      γενική
    αιτιατική το σαντζάκι τα σαντζάκια
     κλητική σαντζάκι σαντζάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαντζάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sancak +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαντζάκι ουδέτερο

  1. στρατιωτικό λάβαρο
  2. διοικητική περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από έναν σαντζάκμπεη. Αργότερα ως υποδιαίρεση του βιλαετιού ή εγιαλετιού.
    Κατά την τουρκική διοικητική δομή ο νομός Τραπεζούντας ήταν διαιρεμένος σε 4 σαντζάκια, τα οποία διαιρούνταν και υποδιαιρούνταν αντίστοιχα σε μουτεσαριφλίκια, καϊμακλίκια και μουχταρλίκια.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία