Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιλαέτι τα βιλαέτια
      γενική του βιλαετιού των βιλαετιών
    αιτιατική το βιλαέτι τα βιλαέτια
     κλητική βιλαέτι βιλαέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιλαέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική vilậyet < αραβική ولاية (wilāyat, επαρχία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιλαέτι ουδέτερο

  1. διοικητική περιφέρεια υπό τη διοίκηση του βαλή, το βαλελίκι
  2. (κατ’ επέκταση) περιοχή επικυριαρχίας
  3. εδαφική περιοχή, νομός (καζάς)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τι το πέρασες εδώ; βιλαέτι σου; : όταν καποιος συμπεριφέρεται αυταρχικά σε ξένο χώρο ή ξεπερνά τα όρια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία