βιλαέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιλαέτι | τα | βιλαέτια |
γενική | του | βιλαετιού | των | βιλαετιών |
αιτιατική | το | βιλαέτι | τα | βιλαέτια |
κλητική | βιλαέτι | βιλαέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιλαέτι ουδέτερο
- διοικητική περιφέρεια υπό τη διοίκηση του βαλή, το βαλελίκι
- (κατ’ επέκταση) περιοχή επικυριαρχίας
- εδαφική περιοχή, νομός (καζάς)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- τι το πέρασες εδώ; βιλαέτι σου; : όταν καποιος συμπεριφέρεται αυταρχικά σε ξένο χώρο ή ξεπερνά τα όρια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βιλαέτι στη Βικιπαίδεια