σαμουράι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαμουράι < (άμεσο δάνειο) αγγλική samurai < ιαπωνική 侍 (さむらい, samurai)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμουράι αρσενικό άκλιτο
- ευγενής πολεμιστής στην προβιομηχανική Ιαπωνία, δεινός χειριστής του σπαθιού και μέλος της ομώνυμης τάξης που υπηρετούσε τους Ιάπωνες φεουδάρχες υπακούοντας σε αυστηρό κώδικα τιμής
- οι σαμουράι, για να αποφύγουν την ατίμωση, αυτοκτονούσαν με το παραδοσιακό τελετουργικό του χαρακίρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σαμουράι στη Βικιπαίδεια