σαμογιτιανά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σαμογιτιανά | ||
γενική | των | σαμογιτιανών | ||
αιτιατική | τα | σαμογιτιανά | ||
κλητική | σαμογιτιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαμογιτιανά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμογιτιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- διάλεκτος των λιθουανικών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Samogitian dialect στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαμογιτιανά