Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλντώ < σάλτο

σαλντώ

  1. πηδώ, σαλτάρω
    Για να μπω μες στην αυλή, σάλντησα τη μάντρα.
  2. (κατ' επέκταση) τρέχω πολύ γρήγορα
    Σάλντα μέχρι το φούρνο, να πάρεις ψωμί!

Σημειώσεις

επεξεργασία

Λέξη της αργκό.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία