Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σαλιάζω

  1. (αμετάβατο) μου τρέχουν σάλια από το στόμα
  2. (μεταβατικό) σαλιώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία