Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακουλεμένος η σακουλεμένη το σακουλεμένο
      γενική του σακουλεμένου της σακουλεμένης του σακουλεμένου
    αιτιατική τον σακουλεμένο τη σακουλεμένη το σακουλεμένο
     κλητική σακουλεμένε σακουλεμένη σακουλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακουλεμένοι οι σακουλεμένες τα σακουλεμένα
      γενική των σακουλεμένων των σακουλεμένων των σακουλεμένων
    αιτιατική τους σακουλεμένους τις σακουλεμένες τα σακουλεμένα
     κλητική σακουλεμένοι σακουλεμένες σακουλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

σακουλεμένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία