σαβάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαβάνα | οι | σαβάνες |
γενική | της | σαβάνας | των | σαβανών |
αιτιατική | τη | σαβάνα | τις | σαβάνες |
κλητική | σαβάνα | σαβάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαβάνα θηλυκό
- (γεωγραφία) μεγάλη έκταση με χαμηλή βλάστηση σε περιοχές της τροπική ζώνης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σαβάνα στη Βικιπαίδεια