Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήμανση οι σημάνσεις
      γενική της σήμανσης* των σημάνσεων
    αιτιατική τη σήμανση τις σημάνσεις
     κλητική σήμανση σημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σήμανση < (ελληνιστική κοινή) σήμανσις < σημαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σήμανση θηλυκό

  1. η εγγραφή ή επικόλληση σε έντυπο, προϊόν, συσκευασία κλπ ή γενικότερα η τοποθέτηση σε κάποιο σημείο ειδικού σήματος
  2. η υπηρεσία της αστυνομίας που ασχολείται με την εύρεση και την ταυτοποίηση τεκμηρίων σχετικών με εγκληματικές πράξεις, πχ την ταυτοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων
  3. (πληροφορική) η συμβολική γραφή (markup) που χρησιμοποιεί ετικέτες σε μια γλώσσα σήμανσης για να υποδείξει την σημασία ενός στοιχείου και τον τον τρόπο απεικόνισής του, όπως στην γλώσσα προγραμματισμού HTML


Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία