σέτερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέτερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική setter < set
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέτερ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Setter στην αγγλική Βικιπαίδεια
σέτερ ουδέτερο άκλιτο