σάρσεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάρσεν ουδέτερο άκλιτο
- είδος πυριτιωμένου ασβεστόλιθου συχνά με τη μορφή ογκόλιθου, πυριτιωμένος ογκόλιθος ψαμμίτη του είδους που εμφανίζεται στον "Λιθοστρατογραφικό Σχηματισμό Κιμωλίας της Νότιας Αγγλίας"
- οι βράχοι που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή Στόουνχεντζ και σε άλλα προϊστορικά μνημεία