ρόδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρόδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική rhodium < αρχαία ελληνική ῥόδον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρόδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 45 και χημικό σύμβολο το Rh
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρόδιο | τα | ρόδια |
γενική | του | ρόδιου & ροδίου |
των | ρόδιων & ροδίων |
αιτιατική | το | ρόδιο | τα | ρόδια |
κλητική | ρόδιο | ρόδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρόδιο στη Βικιπαίδεια