ρωσόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ρωσόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα ρωσικά
- ↪ Δυτικά του ποταμού Δνείστερου, στη Βεσσαραβία, ο πληθυσμός είναι ρουμανόφωνος ενώ ανατολικά, στην Υπερδνειστερία, ρωσόφωνος και κατά πλειοψηφία σλαβικός
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρωσόφωνος