ρουμάνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουμάνικος < Ρουμάν(ος) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾuˈma.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐μά‐νι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
ρουμάνικος -η -ο - ή ρουμανικός
- που προέρχεται ή ανήκει ή αναφέρεται στη Ρουμανία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρουμάνικος
→ δείτε τη λέξη ρουμανικός |