ρουθηνικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ρουθηνικά | ||
γενική | των | ρουθηνικών | ||
αιτιατική | τα | ρουθηνικά | ||
κλητική | ρουθηνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουθηνικά < Ρουθηνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουθηνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό