ρολογάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρολογάκι | τα | ρολογάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρολογάκι | τα | ρολογάκια |
κλητική | ρολογάκι | ρολογάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρολογάκι < ρολόι, ρολογ(ιού) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρολογάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρολογάκι
|