ροκάνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροκάνισμα < ροκανίζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική ρουκανίζω < ελληνιστική κοινή ῥυκανίζω < ῥυκάνη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾoˈka.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐κά‐νι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροκάνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ροκανίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ροκάνι