ρινολαρυγγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρινολαρυγγικός < ριν(ός) + -ο- + λάρυγγ(ας) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
ρινολαρυγγικός -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρινολαρυγγικός
|