ριμέικ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ριμέικ < (λόγιο δάνειο) αγγλική remake [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾiˈmei̯k/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐μέικ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριμέικ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) ξαναγυρισμένη κινηματογραφική ταινία με νέους συντελεστές
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ριμέικ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας